αμοίχευτος

αμοίχευτος
ος , ον
1) не нарушивший супружеской верности; 2) не осквернённый прелюбодеянием

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμοίχευτος" в других словарях:

  • ἀμοίχευτος — not born in adultery masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοίχευτος — η, ο (Α ἀμοίχευτος, ον) [μοιχεύω] νεοελλ. αυτός που δεν εμοίχευσε, που δεν είναι μοιχός αρχ. ο δίχως μοιχεία, καθαρός «κλίνη ἀμοίχευτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοιχεύω. ΠΑΡ. μσν. ἀμοιχεύτως] …   Dictionary of Greek

  • αμοίχευτος — η, ο 1. αυτός που δεν έκαμε μοιχεία: Απόδειξε αναμφισβήτητα πως ήταν αμοίχευτος. 2. αυτός που σε βάρος του δεν έγινε μοιχεία: Μ όλες τις διαδόσεις για τον άντρα της πίστευε πως ήταν αμοίχευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοίχευτον — ἀμοίχευτος not born in adultery masc/fem acc sg ἀμοίχευτος not born in adultery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιχεύτους — ἀμοίχευτος not born in adultery masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՇՆԱՑԵԱԼ — ( ) NBH 1 0214 Chronological Sequence: 10c ἁμοιχεύτος Իբր Ոչ ծնեալ ʼի շնութենէ. հարազատ. *Մանկունս հարազատս արասցես անշնացեալս. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»